- τυχηροῦ
- τυχηρόςluckymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόμπολα — η, Ν 1. είδος τυχηρού παιχνιδιού που παίζεται με κάρτες πάνω στις οποίες είναι σημειωμένοι αριθμοί 2. (ως επιφών.) πέτυχα ή πέτυχες και, αντίστοιχα, έχασα ή έχασες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tombola] … Dictionary of Greek